- συνεμπρῆσαι
- συνεμπίπρημιburn togetheraor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεμπίμπρημι — Α καίω μαζί («συνεμπρῆσαι νεῶν πρῴρας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμπίμπρημι «καίω, πυρπολώ»] … Dictionary of Greek